νομισματοπωλική

νομισματοπωλική
νομισματοπωλικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νομισματοπωλικός — ή, ό (Α νομισματοπωλικός, ή, όν) [νομισματοπώλης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομισματοπώλη 2. το θηλ. ως ουσ. η νομισματοπωλική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού νομισματοπώλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”